- τριπόδου
- τριπόδηςthree feet longmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαιρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση του πάχους μικρών ράβδων και πλακών και, έμμεσα, της αχτίνας του ημισφαίριου ή της σφαίρας στην οποία το ημισφαίριο ανήκει. Πρόκειται για ένα τρίποδα με πόδια κάθετα που σχηματίζουν μεταξύ τους ένα ισόπλευρο τρίγωνο. Στο… … Dictionary of Greek
τρικλοποδιά — η, Ν 1. το να βάζει κανείς το πόδι του ανάμεσα στις κνήμες ενός άλλου για να τόν ρίξει κάτω, υποσκελισμός 2. μτφ. δόλια ενέργεια εις βάρος κάποιου, μηχανορραφία 3. φρ. «βάζω τρικλοποδιά» εξουδετερώνω με ύπουλο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ … Dictionary of Greek